- λεκανίδιον
- λεκανίδιον, τὸ (Α) [λεκάνη]μικρή λεκάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκανίδιον — dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανιδίων — λεκανίδιον dish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανιδίῳ — λεκανίδιον dish neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκανίδια — λεκανίδιον dish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek